νοσοῦν

νοσοῦν
νοσέω
to be sick
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
νοσέω
to be sick
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νόσουν — νοσέω to be sick imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) νοσέω to be sick imperf ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσώ — (ΑΜ νοσῶ, έω, Α ιων. τ. νουσέω) [νόσος] 1. προσβάλλομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος σωματικά ή ψυχικά («νοσοῡμεν καὶ τὰ ὦτα καὶ τὰ ὄμματα», Πλάτ.) 2. μτφ. βρίσκομαι σε πολύ κακή κατάσταση (α. «τα οικονομικά τού κράτους νοσούν» β. «νοσεῑ τὰ τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ζωντανός — ή, ό (Μ ζωντανός, ή, όν) αυτός που βρίσκεται στη ζωή, ο έμψυχος νεοελλ. 1. μτφ. ζωηρός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για εικόνα, περιγραφή ή αφήγηση) παραστατικός, εναργής, ζωηρός («ζωντανή περιγραφή») 3. (για κρέας ή ψάρι) νωπός, πολύ φρέσκος… …   Dictionary of Greek

  • ιστοπαθολογία — η η ιστολογία τών ιστών που νοσούν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. histopathologie < histo (πρβλ. ίστός) + pathologie (πρβλ. παθολογία)] …   Dictionary of Greek

  • λευχαιμία — Νεοπλασματικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοκυττάρων) στον μυελό των οστών. Κατά τη μικροσκοπική εξέταση το αίμα φαίνεται να είναι πλημμυρισμένο από ώριμα και άωρα λευκά αιμοσφαίρια. Οι λ …   Dictionary of Greek

  • νουσομελής — και νοσομελής, ές (Α) αυτός ο οποίος έχει μέλη που νοσούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + μελής (< μέλος), πρβλ. υγρο μελής] …   Dictionary of Greek

  • παθολογοανατομία — η ιατρ. κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη τών μεταβολών που υφίστανται σε μακροσκοπικό ή μικροσκοπικό επίπεδο ιστοί και όργανα που νοσούν, αλλ. παθολογική ανατομία ή παθολογική ανατομική …   Dictionary of Greek

  • λιστερίωση — Λοίμωξη που μεταδίδεται με την κατανάλωση όχι καλά μαγειρεμένου κρέατος, μαλακού τυριού ή άλλων τροφών που έχουν μολυνθεί με βακτηρίδιο του γένους listeria. Προσβάλλει ζώα και σποραδικά τον άνθρωπο. Η κλινική εικόνα της είναι παρόμοια με εκείνη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”